- σκουπιδιάρης
- οαυτός που μαζεύει τα σκουπίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουπιδιάρης — ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ν αυτός που έχει ως επάγγελμά του το σκούπισμα τών δρόμων και τη συλλογή τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, οδοκαθαριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
κοπρολόγος — ο (Α κοπρολόγος, ον) νεοελλ. 1. βωμολόχος, αισχρολόγος 2. αυτός που γράφει κακοήθη αναγνώσματα ή έργα αισχρού περιεχομένου αρχ. 1. αυτός που μαζεύει την κοπριά 2. οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης 3. βρόμικος, ακάθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) +… … Dictionary of Greek
σκουπιδάς — ο, Ν σκουπιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. άς (πρβλ. ψωμ άς)] … Dictionary of Greek
σκουπιδιάρικος — η, ο, Ν [σκουπιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκουπιδιάρη ή στα σκουπίδια 2. το ουδ. ως ουσ. το σκουπιδιάρικο όχημα αποκομιδής τών απορριμμάτων από τους δρόμους, το απορριμματοφόρο … Dictionary of Greek
σκουπιδιαραίοι — οι, Ν πληθ. σκουπιδιάρηδες, οδοκαθαριστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπιδιάρης + περιληπτ. κατάλ. αίοι (πρβλ. νοικοκυρ αίοι)] … Dictionary of Greek